1921, Λάδι και σκόνη ξύλου σε κόντραπλακέ
112,5 x 112,3 cm.
Η Λιουμπόβ Ποπόβα δημιούργησε μια σειρά μη-αντικειμενικών έργων που ονόμασε Ζωγραφικά Αρχιτεκτονήματα στο διάστημα από το 1916 έως το 1918 και Ζωγραφικές Κατασκευές και εν τέλει Χωροδυναμικές Kατασκευές στο διάστημα από το 1920 έως το 1921. Η Ποπόβα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική και είχε μελετήσει την λαϊκή ρωσική αρχιτεκτονική ειδικότερα αλλά και την ισλαμική αρχιτεκτονική της Σαμαρκάνδης όπου ταξίδεψε το 1916 και εντυπωσιάστηκε από την σχέση γεωμετρίας και χρωμάτων. Ο στενός φίλος και συνεργάτης της Ποπόβα, κονστρουκτιβιστής αρχιτέκτονας Αλεξάντρ Βεσνίν, επηρέασε την ενασχόληση της καλλιτέχνιδος με τις αρχιτεκτονικές φόρμες.
To 1916-18 η Ποπόβα εστιάζει το έργο της στην μη-αντικειμενική ζωγραφική αφού γνωρίζει τον σουπρεματισμό του Μαλέβιτς. Δεν περιορίζεται, ωστόσο, με εξαίρεση τα πρώτα «ζωγραφικά αρχιτεκτονήματα» του 1916 στην σουπρεματιστική φόρμουλα των γεωμετρικών μορφών που αναπτύσσονται ελεύθερα στον χώρο και πλανώνται στο υπόλευκο κενό. Για την Ποπόβα η έννοια του Αρχιτεκτονήματος ξεφεύγει από τα αυστηρά όρια της αρχιτεκτονικής και σχετίζεται με τον δυναμικό συνδυασμό των γεωμετρικών μορφών, των όγκων, του χρώματος, των υλικών. Τα Αρχιτεκτονήματα δεν δημιουργούνται με δομική, λειτουργική λογική αλλά μέσω της δύναμης του χρώματος και της φωτοσκίασης μεταδίδουν έντονα την αίσθηση της πλαστικότητας και προσφέρουν στην ίδια την αρχιτεκτονική πρωτότυπες προτάσεις αρμονικής γεωμετρικότητας. Εξάλλου, η έννοια της «πλαστικότητας» είχε απασχολήσει την Ποπόβα και κατά την κυβοφουτουριστική της περίοδο, όταν χαρακτήριζε η ίδια την ζωγραφική της «πλαστική». Οι Χωροδυναμικές Κατασκευές, μέσα από τον συνδυασμό κυκλικών και γραμμικών μορφών δημιουργούν την αίσθηση της διαρκούς κίνησης και της μετατροπής του ζωγραφικού έργου σε ενεργειακό αντικείμενο.