Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της γλύπτριας Βέρας Μούχινα, η Λιουμπόβ Ποπόβα "ήταν ψηλή, καλοστημένη, είχε υπέροχα μάτια και πλούσια μαλλιά".
Ο πατέρας της Ποπόβα ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου υφασμάτων, έμπορος υφασμάτων και φιλάνθρωπος. Αυτά βοήθησαν αναμφίβολα την Ποπόβα στον σχεδιασμό των δικών της υφασμάτων. Η Ποπόβα είχε πει: "Ποτέ δεν ένιωσα τόση ικανοποίηση όσο όταν είδα μια χωρική να αγοράζει το ύφασμά μου για το φόρεμά της".
Το 1912, η Ποπόβα πήγε στο Παρίσι για να μελετήσει το Κυβισμό. Η καλλιτέχνις Ναντέζντα Ουντάλτσοβα, που πήγε μαζί της, θυμάται πώς αναζητούσαν εργαστήριο για να σπουδάσουν: "Η Ποπόβα και εγώ εξετάζαμε ό,τι ήταν διαθέσιμο και ψάχναμε για εργαστήριο. Σκοπεύαμε να εργαστούμε με τον Ματίς, αλλά η σχολή του Ματίς ήταν ήδη γεμάτη. Πήγαμε στο εργαστήριο του Μωρίς Ντενί, αλλά πέσαμε πάνω σε έναν Ινδιάνο με φτερά που καθόταν σε ένα κόκκινο φόντο, και φύγαμε τρέχοντας. Κάποιος μας ανέφερε το εργαστήριο του Λε Φωκονιέ, πήγαμε εκεί και αμέσως αποφασίσαμε ότι ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν".
Ως καλλιτέχνης θεάτρου, η Λιουμπόβ Ποπόβα συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Βσέβολοντ Μέγιερχολντ στα έργα «Ο Μεγαλόψυχος Κερατάςς» και «Η Γη σε Αναβρασμό». Συμμεριζόμενη τις απόψεις του Μέγιερχολντ για το έργο του ηθοποιού ως μια καθαρά παραγωγική δραστηριότητα, η Ποπόβα σχεδίασε ειδικά ρούχα για τους ηθοποιούς (φόρμες), που θα ήταν βολικά για πρόβες και για πολλούς και διαφορετικούς ρόλους και θα βοηθούσαν στις κινήσεις και στην θεατρική δράση.
Η Ποπόβα δίδαξε στα Κρατικά Ανώτατα Θεατρικά Εργαστήρια. Ανάμεσα στους μαθητές της ήταν ο δημιουργός της ταινίας «Θωρηκτό Ποτέμκιν» και διάσημος σκηνοθέτης Σεργκέι Άιζενσταϊν.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Ποπόβα εγκατέλειψε εντελώς τις εκθέσεις ζωγραφικής. Η δημιουργικότητά της ήταν αποκλειστικά επικεντρωμένη στην τέχνη για την παραγωγή. Έγινε μία από τους πρώτους σοβιετικούς σχεδιαστές "σπάζοντας - όπως είπε ένας διάσημος κριτικός τέχνης - τον τοίχο που υπήρχε ανάμεσα στην βιομηχανία και την τέχνη."