Βρίσκεστε στο μουσείο, που παρουσιάζει τη συλλογή του Γιώργου Κωστάκη. Ο Κωστάκης δεν είχε καμία εξειδικευμένη εκπαίδευση στην τέχνη. Ήταν αυτοδίδακτος ερασιτέχνης, με ενδιαφέρον και διαίσθηση για την τέχνη και με ανεξάντλητο πάθος για τα ωραία αντικείμενα. Η ενασχόλησή του με την τέχνη οδήγησε τον Κωστάκη να γίνει ένας παγκοσμίως αναγνωρισμένος συλλέκτης έργων τέχνης, κάτοχος μιας μοναδικής συλλογής ρωσικής και σοβιετικής πρωτοπορίας των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα.
Ο Κωστάκης δεν ήταν πλούσιος. Δεν διέθετε περιουσία εκατομμυρίων. Αγόραζε έργα τέχνης με τα χρήματα που κέρδιζε ο ίδιος από τη δουλειά του.
Όταν ξεκίνησε να συλλέγει έργα ρωσικής πρωτοπορίας, η απλή και μόνο αναφορά στα ονόματα των πρωτοπόρων καλλιτεχνών θα μπορούσε να θέσει κάποιον σε κίνδυνο. Στα επαρχιακά μουσεία δεν επιτρεπόταν να παρουσιάζονται έργα της πρωτοπορίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, τα είχαν διαγράψει από τις αποθήκες τους. Αλλά ο Κωστάκης πήρε το ρίσκο — ήταν ο πρώτος συλλέκτης στη Σοβιετική Ένωση που αντιλήφθηκε τη σημασία της ρωσικής πρωτοπορίας στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης, αναζητούσε και συνέλεγε πίνακες, σχέδια, πορσελάνες, αρχειακό υλικό σώζοντας όλα αυτά τα σημαντικά έργα που κινδύνευαν να ξεχαστούν και να χαθούν.
Ο Γιώργος Κωστάκης γεννήθηκε το 1913 στη Ρωσία σε μια μεγάλη οικογένεια: είχε τρεις αδερφούς και μια αδερφή. Διατηρούσε πάντα ελληνική υπηκοότητα έστω κι αν πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Ρωσία.
Ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Σπυρίδων Κωστάκης, εργαζόταν ως οδηγός αλλά δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε οδηγός· ήταν οδηγός ταχύτητας. Για αρκετά χρόνια, κέρδιζε όλα τα πρωταθλήματα μοτοσικλέτας της χώρας, που ήταν αρκετά δημοφιλή εκείνη την εποχή. Φυσικά, ο Σπύρος ήταν είδωλο για τον Γιώργο. Την εποχή εκείνη το επάγγελμα του οδηγού ήταν πολύ καταξιωμένο. Πολλοί νέοι με δεξιότητες στο τιμόνι επέλεγαν αυτό το επάγγελμα. Έτσι, κι ο Γιώργος Κωστάκης άρχισε να εργάζεται σαν οδηγός στην Ελληνική Πρεσβεία όταν αποφοίτησε από το σχολείο.
Ως οδηγός, ο Κωστάκης συνόδευε συχνά τους διπλωμάτες σε παλαιοπωλεία. Αυτές οι επισκέψεις σηματοδότησαν την αρχική του επαφή με τον κόσμο του ωραίου, και του πρόσφεραν τη δυνατότητα να καλλιεργήσει το γούστο και την διαίσθησή του. Ο Γιώργος περνούσε αρκετό χρόνο κάνοντας παρέα με συλλέκτες, άκουγε τί έλεγαν, παρατηρούσε τί αγόραζαν. Γρήγορα έμαθε να ξεχωρίζει και να αποκτά πορσελάνες, κάποιους πίνακες Ολλανδών του 18ου αιώνα, ρωσικά ασημικά, χαλιά και υφάσματα. Αυτό συνεχίστηκε για περίπου δέκα χρόνια.
Κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, η Ελληνική Πρεσβεία μετακινήθηκε από τη Μόσχα και ο Γιώργος Κωστάκης βρήκε σχετικά γρήγορα δουλειά στην Καναδική Πρεσβεία, όπου εργάστηκε μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε.
Ωστόσο, ο Γιώργος πάντα σκεφτόταν ότι αν συνέχιζε με τον ίδιο τρόπο τις συλλογές του, δεν θα προσέφερε τίποτα καινούργιο στον κόσμο της τέχνης. Όλα όσα συνέλεγε υπήρχαν ήδη στα μουσεία κάθε χώρας και σε ιδιωτικές συλλογές. Συνεχίζοντας σ’ αυτό το δρόμο, θα μπορούσε ίσως να γίνει πλούσιος, αλλά... τίποτα περισσότερο. Ένοιωθε την ανάγκη να κάνει κάτι εξαιρετικό. Μια μέρα τυχαία βρέθηκε σε ένα διαμέρισμα στη Μόσχα. Εκεί, για πρώτη φορά, είδε δυο - τρεις πίνακες καλλιτεχνών της πρωτοπορίας, ένας από αυτούς ήταν της ζωγράφου Όλγας Ρόζανοβα... Αγόρασε τον πίνακα της Ρόζανοβα, τον πήγε στο σπίτι του και τον κρέμασε δίπλα στα άλλα έργα του. Όπως αργότερα ανέφερε, αισθάνθηκε σαν να ζούσε σε ένα δωμάτιο με κλειστές κουρτίνες που τώρα άνοιξαν και μπήκε στο δωμάτιο το φως του ήλιου. Αυτό συνέβη το 1946. Από εκείνη τη στιγμή, ο Γιώργος αποφάσισε να απαλλαγεί από ό,τι είχε συλλέξει μέχρι τότε και να αποκτά στο εξής μόνο έργα πρωτοπορίας.